Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

υποφέρω πολλά

  • 1 βάσανο(ν)

    τό
    1) мука, страдание; огорчение, забота; έχω τα βάσανα μου у меня своих бед хватает;

    υποφέρω πολλά βάσανα — терпеть невзгоды;

    αυτός είναι πραγματικό βάσανο(ν) — с ним одно мученье;

    2) пытка, истязание;
    3) любимая, любовь (моя);

    § τραβώ τού λιναριού ( — или της πικρής ελιάς) τα βάσανα — испытать страшные мучения, намытариться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάσανο(ν)

  • 2 βάσανο(ν)

    τό
    1) мука, страдание; огорчение, забота; έχω τα βάσανα μου у меня своих бед хватает;

    υποφέρω πολλά βάσανα — терпеть невзгоды;

    αυτός είναι πραγματικό βάσανο(ν) — с ним одно мученье;

    2) пытка, истязание;
    3) любимая, любовь (моя);

    § τραβώ τού λιναριού ( — или της πικρής ελιάς) τα βάσανα — испытать страшные мучения, намытариться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάσανο(ν)

  • 3 από

    (απ;
    αφ') πρόθ. I με ονομ., γεν., αίτιατ. (при обознач, времени) с, от; (γεν.) από γεννησιμιού του с самого его рождения; από μιάς αρχής с самого начала; από πολλού χρόνου с давнего времени, с давних пор; από της ημέρας εκείνης с того дня; από ημερών с некоторых пор; από καιρού εις καιρόν время от времени; με γνωρίζει από είκοσι ετών он(а) меня знает двадцать лет; (όνομ.) από μικρός τον ξέρω я с малых лет (когда я был ребёнком) знаю его;

    (αίτιατ.) τον ξέρω από μικρόν — я знаю его с детства (когда он был ещё ребёнком);

    από το πρωί с утра;
    από πέρυσι с прошлого года; από χτες со вчерашнего дня; από πότε; с каких пор?; από τότε с тех пор; απ' εδώ κ' εμπρός отныне, впредь; από τώρα с этих пор; από νωρίς, από τα πρίν заранее; II με γεν., αίτιατ. 1) (при обознач, пространства, места, направления) с, от; к; (γεν.) από της κορυφής τού βουνού с вершины горы; έρχομαι από τού θείου иду от дяди; (αιτιατ.) από τη στέγη с крыши; απ' αυτόν το δρόμο по этой дороге; πέρασα κι' απ' τον Κώστα я и к Косте заходил; περάστε απ' το σπίτι заходите ко мне; 2) (источник чего-л.) из, от; από (τού) λόγου του от него самого; αυτό το δώρο είναι από λόγου του этот подарок от него лично; III με ονομ. (при указании на изменение положения) с, со, из; από εργάτης μάστορας из рабочего стал мастером; IV με γεν. 1) (при обознач, качества, свойства): από φυσικού του по натуре; 2) (при обознач, способа, характера действия): από μνήμης наизусть; απ' ακοής понаслышке; από καρδίας от души; απ' την καρδιά μου от всего сердца, сердечно; V με αιτιατ. 1) (при обознач, происхождения) из; από καλή οικογένεια из хорошей семьи; είμαι από χωριό я из деревни; 2) (при обознач, лица или предмета, которого касаются) за; αρπάχτηκα από το κλαδί ухватиться за ветку; παίρνω απ' το χέρι брать за руку; 3) знач через): φεύγω από την πίσω πόρτα выходить через заднюю дверь; περνώ από το δάσος проходить через лес; τό φως μπαίνει από το φεγγίτη свет проникает через окно; πέρασε την κλωστή από τη βελόνα вдень нитку в иголку; 4) (при обознач, причины) от, по причине, из-за; από το πολύ σφίξιμο κόπηκε το σχοινί от сильного натяжения верёвка лопнула; έμεινε σκελετός απ' την πείνα он очень похудел от голода; πετώ από τη χαρά μου прыгать от радости; από την πίκρα μου от горя; от досады; από περιέργεια из любопытства; υποφέρω από το στομάχι μου страдать желудком; 5) (при.обознач, орудия, средства, способа): ζω από τη δουλειά μου жить своим трудом; από την προίκα της έχτισε το σπίτι дом он построил на её приданое; 6) (при обознач, материала) из; από πέτρα из камня, каменный; από ξύλο из дерева, деревянный; από δέρμα из кожи, кожаный; 7) (при обознач, частей, составляющих что-л, единое): στεφάνι από τριαντάφυλλα венок из роз; ομάδα από πέντε άτομα группа из пяти человек; 8) (при указании целого, от которого берётся часть) из; 8νας από τούς πολλούς один из многих; τίποτε δεν χρειάζομαι απ' αυτά из этих вещей мне ничего не надо; 9) (при обознач, удаления, отдаления) из, от; αποσύρομαι από τίς υποθέσεις отходить от дел; παρεκβαίνω από το θέμα отходить от темы; γλυτώνω από τον κίνδυνο избежать опасности; γλυτώνω απ' τίς φροντίδες освободиться от забот; φεύγω απ' το σπίτι уходить из дома; χώρισε από τον άντρα της она ушла от мужа, она разошлась с мужем; 10) (при обознач, частичности, разделения): κόψε μου από το ψωμί μιά φέτα отрежь мне ломоть хлеба; ήπια απ' αυτό το κρασί я выпил этого вина; πίνε από λίγο пей понемножку; λίγα απ' όλα обо всём понемногу; 11) (при указании на распределение поровну) по; από τρία τετράδια по три тетради; από ένας (-ενας) по одному; περάστε μέσα από λίγοι входите по нескольку человек; φταίνε κι' απ' τα δυό μέρη виноваты и те и другие; 12) (употр, в сравнениях): από σένα είναι εξυπνότερος он сообразительнее (или умнее) тебя; φαίνεται4 μεγαλύτερη από την αδελφή της она выглядит старше своей сестры; 13) (в соответствии с чём-л., согласно чему-л.) по; τον γνωρίζω από το βήμα του я узнаю его по походке; 14) (в отношении, в смысле): είναι ορφανός από πατέρα он сирота по отцу; είναι φτωχός από μυαλό он слабоумный; είναι στραβός από το ένα μάτι слепой на один глаз; είναι κουφός από το ένα αφτί глухой на одно ухо; άμαθος από τέτοιους δρόμους он не привык к таким дорогам; από υγεία είμαι καλά здоровье у меня хорошее; απο γράμματα δεν ξέρει πολλά он малограмотный; κάτι ξέρει από μουσική он немного разбирается в музыке; δεν καταλαβαίνει από τέτοια πράματα он в таких делах не разбирается; 15) (в пассивном обороте соотв. те. пад.): η πόλις κατελήφθη από τον εχθρό город занят врагом; 16) (соответствует род. пад.; переводится тж. прилагательным): ο κρότος από τα κανόνια гул орудий, орудийный гул; κέρδη απ' το εμπόριο прибыли от торговли, торговые прибыли; 17): (α)πάνω από на, над; κάτω από под; εμπρός από перед, впереди; напротив; (από) πίσω από сзади, позади, за; γύρω από вокруг; (από) μέσα από изнутри, из; πρίν από... перед тем, до; μετά από после; ύστερα από... после (того как); εκτός απ' αυτό кроме того; μακρυά από... далеко от...; από μακρυά издали; από πέρα издалека; από κοντά вблизи; από πού; откуда?; απ' εδώ отсюда; απ' εκεί а) оттуда; б) тот; τί θέλει ο κύριος από κεί; что нужно тому господину?; απ' εδώ και απ' εκεί со всех сторон; από τότε с тех пор; από τούδε с этого момента; αφ' ενός... αφ' ετέρου (тж. перен.) с одной стороны..., с другой стороны...; 18) (в зависимости от управления глагола): δεν στερούμαι από τίποτε я ни в чём не нуждаюсь; κρέμομαι από μιά κλωστή висеть на ниточке; φοβάμαι από τα σκυλιά бояться собак

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > από

См. также в других словарях:

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… …   Dictionary of Greek

  • μογέω — (ΑΜ) κατασκευάζω με κόπο, εκπονώ αρχ. 1. μοχθώ, κοπιάζω, καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι («ἐξ ἔργων μογέοντες», Ομ. Οδ.) 2. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζω («μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα», Ομ. Ιλ.) 3. πονώ, θλίβομαι, ασθενώ («συμπονήσατε τῷ νῡν… …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • καταράσσω — (AM, Α αττ. τ. καταράττω) μσν. αράζω αρχ. 1. σπάζω σε πολλά κομμάτια, κατασυντρίβω («ὁ παῑς ἐμπεσὼν κατήραξε τὴν κύλικα», Ιππών.) 2. καταβάλλω, κατανικώ («κατήραξε δ εἰς θάλατταν ἅπαντας», Δημοσθ.) 3. διαταράσσω («διασείειν καὶ καταράσσειν τὰ… …   Dictionary of Greek

  • μαρτυρώ — άω και έω (AM μαρτυρῶ, έω) [μάρτυρας] 1. δίνω μαρτυρία για κάτι, πιστοποιώ, βεβαιώνω 2. καταθέτω ως μάρτυρας ευμενώς ή δυσμενώς («πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῑς λόγοις τῆς χάριτος», ΚΔ) 3. υφίσταμαι βασανιστήρια ή μαρτυρικό θάνατο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»